- γραόμορφος
- οαυτός που μοιάζει με γριά.[ΕΤΥΜΟΛ. < γραυς (γραός) + -μορφος < μορφή (πρβλ. άμορφος, γυναικόμορφος, δύσμορφος). Η λ. γραόμορφος μαρτυρείται από το 1880 στον Φλοξ (ψευδώνυμο τού Ιωάννη Καμπούρογλου)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek